περισύρομαι

περισύρομαι
περισύ̱ρομαι , περισύρω
drag about
aor subj mid 1st sg (epic)
περισύ̱ρομαι , περισύρω
drag about
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περισύρω — ΝΜΑ σύρω κάτι ολόγυρα, τραβώ εδώ κι εκεί νεοελλ. συμπαρασύρω, παρασέρνω μσν. μτφ. διασύρω, χλευάζω, περιγελώ αρχ. 1. αφαιρώ κάτι τραβώντας το ολόγυρα, αποσπώ τελείως 2. αρπάζω με τη βία, αποσπώ 3. μέσ. περισύρομαι αποκομίζω 4. μτφ. αφανίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”